- φωνάω
- φωνέω, -άω (v. Forssman, 79ff.)1 speak φώνᾶσε δ (codd.: φώνησε Mommsen) O. 13.67
ταῦτά μοι θαυμαστὸς ὄνειρος ἰὼν φωνεῖ P. 4.163
ὄρθιον φώνᾶσε (codd.: φώνησε Mommsen) N. 10.76εἶπέν τε φωνήσαις ἅτε μάντις ἀνήρ I. 6.51
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.